θερμωλή

Revision as of 17:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ἡ, A feverish heat, Hp.Loc.Hom.19,al.

German (Pape)

[Seite 1202] ἡ, Hitze, bes. Fieberhitze, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θερμωλή: ἡ, πυρετώδης θερμότης, Ἱππ. 416. 33., 418. 1, κτλ.

Greek Monolingual

θερμωλή, ἡ (ΑΜ)
υπερβολική θερμότητα
μσν.
(για ασθενείς) πυρετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + επίθημα -ωλή (< ΙΕ -lο- βλ. -ηλός), πρβλ. ευχωλή, τερπωλή].