θερμωλή
English (LSJ)
ἡ, A feverish heat, Hp.Loc.Hom.19,al.
German (Pape)
[Seite 1202] ἡ, Hitze, bes. Fieberhitze, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
θερμωλή, ἡ (ΑΜ)
υπερβολική θερμότητα
μσν.
(για ασθενείς) πυρετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + επίθημα -ωλή (< ΙΕ -lο- βλ. -ηλός), πρβλ. ευχωλή, τερπωλή].