ευχωλή
From LSJ
Greek Monolingual
εὐχωλή, ἡ (Α)
(επικ. τ.)
1. ευχή, δέηση, τάξιμο, υπόσχεση για θυσία ή αφιέρωση
2. μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη
3. αιτία για καυχησιολογία, καμάρι
4. θριαμβευτική επιφώνηση («εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευχ-ωλή < εύχομαι. Για την κατάλ. -ωλή (< ΙΕ -lο-) βλ. -ηλός].