θαλασσινός

From LSJ
Revision as of 17:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ θαλασσινός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα ή που προέρχεται από αυτήν («θαλασσινός αγέρας»)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται διά θαλάσσης («θαλασσινό ταξίδι»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσινός
ο ναυτικός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θαλασσινά
τα διάφορα οστρακόδερμα της θάλασσας.
επίρρ...
θαλασσινά (Μ θαλασσινά)
1. από τη μεριά της θάλασσας
2. κοντά στη θάλασσα
νεοελλ.
διά θαλάσσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -ινός (πρβλ. εσπερινός, θερινός)].