θυγατρίς

Revision as of 18:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Greek (Liddell-Scott)

θυγατρίς: -ίδος, ἡ κορασίς, Θ. Στουδ. σ. 893, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

θυγατρίς, -ίδος, ἡ (Μ)
μικρό κορίτσι, κορασίδα, κοριτσάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. θυλακίς, χοινικίς)].