ισοαχθής
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ἰσοαχθής, -ές (Α)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -αχθής (< ἄχθος «βάρος»), πρβλ. βαρυαχθής, πολυαχθής].