πολυαχθής

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαχθής Medium diacritics: πολυαχθής Low diacritics: πολυαχθής Capitals: ΠΟΛΥΑΧΘΗΣ
Transliteration A: polyachthḗs Transliteration B: polyachthēs Transliteration C: polyachthis Beta Code: poluaxqh/s

English (LSJ)

πολυαχθές, very grievous, Τρώων πεδίον Q.S.3.421; λιμός Id.10.38, cf. Sch.Nic.Al. 322.

German (Pape)

[Seite 660] ές, sehr lästig; λιμός, Qu. Sm. 10, 38; Schol. Nic. Al. 321.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαχθής: -ές, λίαν βαρύς, ὀλέθριος, λιμός Κόϊντ Σμ., 10. 38.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πολύ επαχθής, καταθλιπτικός, ολέθριοςπολυαχθής λιμός», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αχθής (< ἄχθομαι «έχω βάρος, στενοχωριέμαι»), πρβλ. βαρυαχθής].