ιερακόμορφος

From LSJ
Revision as of 18:06, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱερακόμορφος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερακόμορφα
τάξη πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία μαζί με τα γλαυκόμορφα συγκροτούν την ομάδα τών αρπακτικών
αρχ.
(για τον Αιγύπτιο θεό Ήλιο) αυτός που εικονίζεται με μορφή γερακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ιερακόμορφος < ιέραξ, -ακος + -μορφος < μορφή (πρβλ. αυτόμορφος, χαριτόμορφος), ενώ το νεοελλ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. falconiformes].