ισόγαιος
Greek Monolingual
ἰσόγαιος, -ον, Α αττ. τ. ἰσόγεως, -ων και επιγρ. ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια επιφάνεια με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους οἶδα», Πλούτ.)
2. (ο αττ. τ.) ἰσόγεως
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, ισόγειος, ισόπεδος («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. μεσόγαιος, φιλόγαιος].