καλαμώνας
From LSJ
γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
Greek Monolingual
ο (AM καλαμών)
τόπος γεμάτος καλάμια, καλαμιώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κατάλ. -ών (πρβλ. αχυρών, κυπαρισσών)].
γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
ο (AM καλαμών)
τόπος γεμάτος καλάμια, καλαμιώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κατάλ. -ών (πρβλ. αχυρών, κυπαρισσών)].