ισχυρόμαχος
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
Greek Monolingual
ἰσχυρόμαχος, -ον (Μ)
(για μάχη) αυτή που διεξάγεται με πείσμα, πεισματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αξιόμαχος, πολύμαχος].