καθαροχειρία

From LSJ
Revision as of 18:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek (Liddell-Scott)

καθαροχειρία: ἡ, τὸ ἔχειν καθαρὰς τὰς χεῖρας, ἁγνάς, Θ. Στουδ. σ. 1748, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

καθαροχειρία, ἡ (Μ)
το να έχει κάποιος χέρια καθαρά και αγνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -χειρία (< -χειρ < χείρ), πρβλ. θρασυχειρία, πολυχειρία].