καθαροχειρία

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek (Liddell-Scott)

καθαροχειρία: ἡ, τὸ ἔχειν καθαρὰς τὰς χεῖρας, ἁγνάς, Θ. Στουδ. σ. 1748, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

καθαροχειρία, ἡ (Μ)
το να έχει κάποιος χέρια καθαρά και αγνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -χειρία (< -χειρ < χείρ), πρβλ. θρασυχειρία, πολυχειρία].