κενοτάφιο

From LSJ
Revision as of 18:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

το (Α κενοτάφιον)
τάφος που δεν περιέχει νεκρό, μνημείο που έχει ανεγερθεί σε ανάμνηση νεκρού, ο οποίος δεν έχει βρεθεί ή έχει ενταφιαστεί αλλού
αρχ.
είδωλο, ομοίωμα («ἔλαβε τὰ κενοτάφια, καὶ ἔθετο ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -τάφιον (< τάφιος < τάφος), πρβλ. κοινοτάφιον, ψευδοτάφιον].