κογχάριον
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Str.16.2.41 (pl.), Aret.CA2.5.
German (Pape)
[Seite 1465] τό, dim. von κόγχη, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κογχάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Διοσκ. 2. 9, Ἀρεταί. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5.
Greek Monolingual
κογχάριον, τὸ (AM)
μικρή κόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κοντάριον, ποδάριον)].