ποδάριον
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
English (LSJ)
τό, Dim. of πούς, Pl.Com.248, Alex.110.15.
German (Pape)
[Seite 642] τό, dim. von πούς, Füßchen, Alexis u. Plat. com. bei Poll. 2, 196 u. Ath. III, 107 c.
Greek (Liddell-Scott)
ποδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ πούς, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 46, Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 15.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. ποδάρι.