κοψοχείλης
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
Greek Monolingual
ο, θηλ. κοψοχείλα
αυτός που έχει κομμένο το χείλος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χείλης (< χείλος), πρβλ. σφιχτοχείλης, χοντροχείλης].