Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κόκκυγας

From LSJ
Revision as of 18:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

και κόκκυξ (AM κόκκυξ, -υγος)
1. κούκος («χὠπόθ' ὁ κόκκυξ εἴποι κόκκυ», Αριστοφ.)
2. ανατ. το κυρτό ημιεύκαμπτο κάτω άκρο της σπονδυλικής στήλης στους πιθήκους και στον άνθρωπο, στον οποίο αντιπροσωπεύει μια υποτυπώδη ουρά που αποτελείται από 3 ώς 5 κοκκυγικούς σπονδύλους, από τους οποίους ο πρώτος συνδέεται με το ιερό οστό (α. «κύστη του κόκκυγος» β. «τὸ ὀστοῦν τοῦ κόκκυγος ονομαζομένου», Γαλ.)
μσν.
σημείο στον ώμο του ίππου
αρχ.
1. αυτός που τραυλίζει, ο τραυλός
2. είδος θαλάσσιου ψαριού για το οποίο έλεγαν ότι έκανε κάποιο κρότο παρόμοιο με τη φωνή του κούκου («κάπρος ὁ ἐν τῷ Ἀχελώῳ. ἔτι δὲ χαλκεὺς και κόκκυξ
ὁ μέν γαρ ψοφεῑ οἷον συριγμόν, ὁ δὲ παραπλήσιον τῷ κόκκυγι ψόφον», Αριστοτ.)
3. είδος σύκου που ωριμάζει πρώιμα, όλυνθος
4. φρ. α) «μῆλον κόκκυγος» — κοκκύμηλον (Νίκ.)
β) «τρητός κόκκυξ» — το ιερό οστό (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυ + επίθημα -υξ / -υγος (πρβλ. όρτυξ, πτέρυξ). Η λ. χρησιμοποιείται ως διεθνής επιστημονικός όρος της ανατομίας, πρβλ. αγγλ. coccyx].