Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοντόφθαλμος

From LSJ
Revision as of 18:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν βλέπει μακριά, μύωπας
2. μτφ. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα κάτι ή δεν μπορεί να διαισθανθεί μια κατάσταση, ο περιορισμένης αντιλήψεως και κρίσεως άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + (< οφθαλμός), πρβλ. λοξόφθαλμος, μεγαλόφθαλμος].