λαγόχειλος
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
Greek Monolingual
και λαγώχειλος, -η, -ο (Α λαγώχειλος, -ον)
1. αυτός που παρουσιάζει λαγοχειλία
2. το ουδ. ως ουσ. το λαγώχειλο(ν)
η λαγοχειλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. λαγός + χεῖλος (πρβλ. ισόχειλος, παχύχειλος].