παχύχειλος

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύχειλος Medium diacritics: παχύχειλος Low diacritics: παχύχειλος Capitals: ΠΑΧΥΧΕΙΛΟΣ
Transliteration A: pachýcheilos Transliteration B: pachycheilos Transliteration C: pachycheilos Beta Code: paxu/xeilos

English (LSJ)

ον, = παχυχειλής (thick-lipped).

German (Pape)

[Seite 540] dicklippig, Arist. H. A. 4, 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / παχύχειλος, -ον, ΜΑ
(για πρόσ. και ζώα) αυτός που έχει παχιά χείλη, χειλάς, χειλαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -χειλος (< χεῖλος), πρβλ. βαρύ-χειλος].