λοξόδρομος
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει λοξή κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + δρόμος (πρβλ. μονόδρομος, στενόδρομος].