θρασυπτόλεμος
English (LSJ)
ον, A bold in war, IG9(1).871 (Corc.).
German (Pape)
[Seite 1216] kriegskühn, Ep. ad. 728 (App. 201).
Greek (Liddell-Scott)
θρασυπτόλεμος: -ον, τολμηρὸς ἐν πολέμῳ, Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 201.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
θρασυπτόλεμος, -ον (Α)
τολμηρός στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -πτόλεμος (< πτόλεμος), πρβλ. φιλοπτόλεμος, φυγοπτόλεμος.
Greek Monotonic
θρασυπτόλεμος: -ον, γενναίος στον πόλεμο, σε Ανθ. Π.