θηριοβόλος
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
Greek Monolingual
θηριοβόλος, -ον (Α)
τόπος που βγάζει θηρία, που φιλοξενεί άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. εκατηβόλος, εκηβόλος.