κνηκάνθιον
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
τό, A = κνῆκος, Ps.-Democr.ap Zos.Alch.p.160B.
Greek Monolingual
κνηκάνθιον, τὸ (Α)
το φυτό κνήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -άνθιον (< ἄνθος), πρβλ. σχοινάνθιον, φυλλάνθιον].