κοψοχέρης
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
Greek Monolingual
-α, -ικο
αυτός που έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια κομμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χέρης (< χέρι), πρβλ. σφιχτοχέρης, χρυσοχέρης, ή υποχωρητ. < κοψοχερίζω].