λεμβοδρόμος
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
Greek Monolingual
ο, η
αυτός που μετέχει σε λεμβοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματοδρόμος, ιπποδρόμος.