λεμβοδρόμος
Greek Monolingual
ο, η
αυτός που μετέχει σε λεμβοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματοδρόμος, ιπποδρόμος.
ο, η
αυτός που μετέχει σε λεμβοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματοδρόμος, ιπποδρόμος.