μισθοπάροχος
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Greek (Liddell-Scott)
μισθοπάροχος: -ον, ὁ παρέχων μισθόν, Ἀντίοχ. μοναχ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 89, σ. 1768.
Greek Monolingual
μισθοπάροχος, -ον (Μ)
αυτός που παρέχει μισθό, ο μισθοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. ελαιοπάροχος, ιμαντοπάροχος.