λησταπόδοχος

From LSJ
Revision as of 09:34, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=-ο και λησταπόδοχος, -ο<br />αυτός που δέχεται και κρύβει ληστή ή πράγματα που προέρχοντα...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

-ο και λησταπόδοχος, -ο
αυτός που δέχεται και κρύβει ληστή ή πράγματα που προέρχονται από ληστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αποδόχος (< αποδέχομαι), πρβλ. κλεπταποδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].