ωκυφόνος

From LSJ
Revision as of 09:35, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

-ον, Α
(για νόσημα) αυτός που επιφέρει γρήγορα τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -φόνος (< φόνος < θείνω), πολυφόνος.