πενθεροκτόνος

Revision as of 13:14, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

English (LSJ)

ον, A gloss on πενθεροφθόρος, Tz. ad Lyc.161.

German (Pape)

[Seite 554] den Schwiegervater tödtend, Tzetz. ad Lycophr. 161.

Greek (Liddell-Scott)

πενθεροκτόνος: -ον, = τῷ ἑπομ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 161.

Greek Monolingual

-ον, Μ
πενθεροφθόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.