ομφαλοτόμος

From LSJ
Revision as of 13:14, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ ὀμφαλητόμος, -ον, Α και ὀμφαλοτόμος, -ον)
νεοελλ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ομφαλοτόμος, το ομφαλοτόμο
χειρουργικό εργαλείο για αποκοπή του ομφάλιου λώρου
μσν.-αρχ.
αυτός που κόβει τον ομφάλιο λώρο
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.ὀμφαλητόμος
(ιων. λ.) μαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμοτόμος. Το -η- του τ. όμφαλητόμος για μετρικούς λόγους].