οἰνοπράτης

Revision as of 13:15, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ, A = οἰνοπώλης, BGU34ii9, PSI8.959.II(iv A. D.), Rev.Bibl.29.316 (Caesarea), Tz.adHes.p.13G.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = οἰνοπώλης, Τζέτζ. εἰς Ἡσίοδ. σ. 13, ἔκδ. Gaisf. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.

Greek Monolingual

οἰνοπράτης, ὁ (ΑΜ)
οινοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πράτης (< πιπράσκω «πωλώ»), πρβλ. αρτοπράτης.