πτεροβόλος
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
[Seite 808] die Federn verlierend, Sp.
πτεροβόλος: -ον, πτερωτός, Ἀθανάσ.· ― -βολέω, πτεροφυῶ, Ἡσύχ. Πρεσβύτ. σ. 1008.
-ον, ΜΑ
(για άγγελο) φτερωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυροβόλος.