πτεροβόλος

From LSJ

German (Pape)

[Seite 808] die Federn verlierend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πτεροβόλος: -ον, πτερωτός, Ἀθανάσ.· ― -βολέω, πτεροφυῶ, Ἡσύχ. Πρεσβύτ. σ. 1008.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για άγγελο) φτερωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυροβόλος.