σωματοφθόρος

From LSJ
Revision as of 13:25, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

German (Pape)

[Seite 1060] den Leib verderbend, Suid. v. σπάδων.

Greek (Liddell-Scott)

σωματοφθόρος: -ον, ὁ τὸ σῶμα φθείρων, καταστρέφων, Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ ἐν λ. σπάδων, Θεόδωρ. Πρόδρ. ἐν Γαλεομυομαχ. 357.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που καταστρέφει το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. πολεμοφθόρος.