πολεμοφθόρος
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
English (LSJ)
πολεμοφθόρον, wasting by war, ἆται A.Pers.653 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 654] durch Krieg verderbend, zerstörend, Aesch. Pers. 645, ἆται.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait périr ou qui détruit par la guerre.
Étymologie: πόλεμος, φθείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολεμοφθόρος -ον [πόλεμος, φθείρω] door oorlog verwoestend.
Russian (Dvoretsky)
πολεμοφθόρος: губящий войной, истребительный (ἆται Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πολεμοφθόρος: -ον, ὁ διὰ πολέμου φθείρων, καταστρέφων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 852.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αφανίζει κάτι με πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχοφθόρος.
Greek Monotonic
πολεμοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει με τον πόλεμο, σε Αισχύλ.