φλογοβόλος
From LSJ
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
-ο, Ν
1. αυτός που εκπέμπει φλόγες («φλογοβόλα άρματα μάχης»)
2. το ουδ. ως ουσ. το φλογοβόλο
στρ. οπλομηχάνημα που εκτοξεύει σε μεγάλη απόσταση φλεγόμενο υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυροβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ιωάν. Ζαμπέλιο, Λευκάδιο].