καθυπερηφανέω
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
strengthd. for ὑπερηφανέω, Arg. Ar.Ach.: c. gen., A treat with disdain, τῶν φιλοσόφων Phld.Vit.p.7J.:— also καθυπερηφανεύομαι, Hsch. s.v. κατεπλατύνετο, Eust.561.1:—hence substantive καθυπερηφανία, ἡ, Phld.Vit.p.28J.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπερηφᾰνέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπερηφανέω, ὑπόθεσις α΄ εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῠπερηφᾰνέω: или καθυπερηφανεύω превозноситься, кичиться arg. ad Arph.