καθυπερηφανία

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπερηφανία Medium diacritics: καθυπερηφανία Low diacritics: καθυπερηφανία Capitals: ΚΑΘΥΠΕΡΗΦΑΝΙΑ
Transliteration A: kathyperēphanía Transliteration B: kathyperēphania Transliteration C: kathyperifania Beta Code: kaquperhfani/a

English (LSJ)

v. καθυπερηφανέω.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερηφανία: ἡ, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπερηφανία, Φιλόδ. π. κακιῶν 16. 5, Sauppe.

Greek Monolingual

καθυπερηφανία, ἡ (Α)
(επιτατ. του υπερηφανία) μεγάλη περηφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπερηφανία < ὑπερήφανος.