ἀποζέω

Revision as of 15:23, 31 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">Acut.(Sp.)</b>" to "Acut.(Sp.)")

English (LSJ)

A boil till the scum is thrown off, Hp.Acut.(Sp.)63, Diph.17.9; simply, boil, κρέα IG12(7).515.78 (Amorgos). 2 intr., cease boiling or fermenting: metaph., Alex.45.3.

German (Pape)

[Seite 302] (s. ζέΕω), 1) abkochen, Hippocr.; ἀποζέσας σίλουρον Diphil. Ath. IV, 132 d. – 2) zu sieden aufhören, vom Weine, ausgähren, οἶνον τὸν νέον – καὶ τὸν ἄνδρα ἀποζέσαι Alexis Stob. Floril. 115, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποζέω: μέλλ. -ζέσω, βράζω ἕως οὗ ἐκχυθῇ ἀφρός, Ἱππ. 407. 3, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 9. 2) ἀμεταβ., δὲν βράζω πλέον, δὲν εὑρίσκομαι ἐν ζυμώσει, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ». 6.

Spanish (DGE)

I 1tr. hervir σίλουρον ἢ λεβίαν Diph.17.9, κρέα ... ἀποζέσαντες IG 12(7).515.78 (Amorgos).
II intr.
1 fermentar ἡ ληνὸς πεμπταία ἀπέζεσεν BGU 1549 (III a.C.), cf. 1550
fig. οἶνον τὸν νέον πολλή 'στ' ἀνάγκη καὶ τὸν ἄνδρ' ἀποζέσαι Alex.45.3.
2 fig. cesar de fermentar, de bullir las pasiones, Gr.Nyss.V.Mos.56.12.

Greek Monolingual

ἀποζέω (Α)
1. βράζω κάτι ώσπου να βγει αφρός
2. (-ομαι) βράζω εγώ ο ίδιος, εξάπτονται τα πάθη μου.