ἀποζέω

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποζέω Medium diacritics: ἀποζέω Low diacritics: αποζέω Capitals: ΑΠΟΖΕΩ
Transliteration A: apozéō Transliteration B: apozeō Transliteration C: apozeo Beta Code: a)poze/w

English (LSJ)

A boil till the scum is thrown off, Hp.Acut.(Sp.)63, Diph.17.9; simply, boil, κρέα IG12(7).515.78 (Amorgos).
2 intr., cease boiling or fermenting: metaph., Alex.45.3.

Spanish (DGE)

I 1tr. hervir σίλουρον ἢ λεβίαν Diph.17.9, κρέα ... ἀποζέσαντες IG 12(7).515.78 (Amorgos).
II intr.
1 fermentar ἡ ληνὸς πεμπταία ἀπέζεσεν BGU 1549 (III a.C.), cf. 1550
fig. οἶνον τὸν νέον πολλή 'στ' ἀνάγκη καὶ τὸν ἄνδρ' ἀποζέσαι Alex.45.3.
2 fig. cesar de fermentar, de bullir las pasiones, Gr.Nyss.V.Mos.56.12.

German (Pape)

[Seite 302] (s. ζέΕω), 1) abkochen, Hippocr.; ἀποζέσας σίλουρον Diphil. Ath. IV, 132 d. – 2) zu sieden aufhören, vom Weine, ausgähren, οἶνον τὸν νέον – καὶ τὸν ἄνδρα ἀποζέσαι Alexis Stob. Floril. 115, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποζέω: μέλλ. -ζέσω, βράζω ἕως οὗ ἐκχυθῇ ἀφρός, Ἱππ. 407. 3, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 9. 2) ἀμεταβ., δὲν βράζω πλέον, δὲν εὑρίσκομαι ἐν ζυμώσει, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ». 6.

Greek Monolingual

ἀποζέω (Α)
1. βράζω κάτι ώσπου να βγει αφρός
2. (-ομαι) βράζω εγώ ο ίδιος, εξάπτονται τα πάθη μου.