θέρμα

From LSJ
Revision as of 13:42, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέρμᾰ Medium diacritics: θέρμα Low diacritics: θέρμα Capitals: ΘΕΡΜΑ
Transliteration A: thérma Transliteration B: therma Transliteration C: therma Beta Code: qe/rma

English (LSJ)

θέρμᾰν, alternative nom. and acc. sg. forms for θέρμη, θέρμην, Men.Georg.51, Ar.Fr.690, dub. in Pl.Tht.178c (θερμά codd., but Tim.Lex. and Phryn. perhaps read θέρμη). II pl. θέρματα, v. θρέμμα.

German (Pape)

[Seite 1201] τό, = θέρμη, Wärme, Men.; vgl. aber Lob. zu Phryn. p. 331.

Greek (Liddell-Scott)

θέρμα: τό, = θέρμη, Πλάτ. Θεαιτ. 178C, Μένανδ. ἐν «Γεωργῷ» 7, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 66α.

Greek Monolingual

(I)
θέρμα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) η θέρμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. ονομ. του θέρμη. Απαντά και αιτ. θέρμᾰν].
(II)
τα
θερμά λουτρά, ιαματικές πηγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη ονομαστ. πληθ. ουδ. (θερμά) του επιθ. θερμός με αναβιβασμό του τόνου].

Russian (Dvoretsky)

θέρμα: ατος τό Plat. = θέρμη.