δαηρόν
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
θερμόν, λαμπρόν, καυματηρόν, EM244.42, cf.Hsch.; perhapsto be read in Emp.90, cf. δαερός.
Spanish (DGE)
λαμπρόν, προφανές Hsch., λαμπρόν, ξηρόν EM 244.42G., v. tb. δαερός.