μυκητίας
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
σεισμός, ὁ, an earthquake A accompanied with roaring underground, Arist.Mu.396a11 (but perhaps rather μυκῆται, as Stob.).
German (Pape)
[Seite 216] σεισμός, ὁ, mit unterirdischem Gebrüll verbundenes Erdbeben, Arist. mund. 4 p. 396.
Greek (Liddell-Scott)
μῡκητίας: σεισμός, ὁ, σεισμὸς συνοδευόμενος ὑπὸ ὑπογείου μυκηθμοῦ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 32,
Greek Monolingual
μυκητίας, ὁ (ΑΜ)
φρ. «μυκητίας σεισμός» — σεισμός που συνοδεύεται από υπόκωφη βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυκητής + κατάλ. -ίας (πρβλ. βρασματ-ίας, σεισματ-ίας)].
Russian (Dvoretsky)
μῡκητίας: ου adj. m ревущий, сопровождающийся гулом (σεισμός Arst.).