песчаный
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Russian > Greek
ἀμαθῶδες, ἀμαθώδης, ἄμμινος, ἀμμόγειος, ἀμμοφανής, ἀμμόχωστος, ἀμμῶδες, ἀμμώδης, ἀσώδης, δίαμμος, εὐψάμαθος, ἔφαμμος, ἠμαθόεις, θινῶδες, θινώδης, κόνιος, πολύαμμος, πολυψάμαθος, πολύψαμμος, ὑπόψαμμος, ὕφαμμος, ψαμαθηΐς, ψαμαθῶδες, ψαμαθώδης, ψαμμαῖος, ψάμμινος, ψάμμιος, ψαμμίς, ψαμμίτης, ψαμμόγεως, ψαμμοειδής, ψαμμῶδες, ψαμμώδης