κοσμοπολίτισσα
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
ο, θηλ. κοσμοπολίτισσα (ΑM κοσμοπολίτης, θηλ. κοσμοπολῖτις)
αυτός που δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη πατρίδα και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ταξιδέψει σε πολλές ξένες χώρες
2. αυτός του οποίου η ζωή είναι προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες
μσν.
ο κάτοικος αυτού του κόσμου.