φιλόμηλος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ον, fond of apples or fond of fruit, Doroth.Hist. ap. Ath.7.276f.
German (Pape)
[Seite 1282] Aepfel, Obst liebend, Doroth. bei Ath. VII, 276 f.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόμηλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ μῆλα ἢ τοὺς καρπούς, Δωρόθεος παρ’ Ἀθην. 276F.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα μήλα και, γενικά, τα φρούτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μηλος (< μῆλον [Ι])].