σπαρτεύω

From LSJ
Revision as of 17:38, 12 November 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=σπαστρεύω και σπαρτεύω Μ<br />παστρεύω, καθαρίζω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span><...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

σπαστρεύω και σπαρτεύω Μ
παστρεύω, καθαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σπαρτεύω < σπάρτον με αρχική σημ. «καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο». Ο τ. σπαστρεύω προήλθε από το σπαρτεύω ως εξής: σπαρτεύω > παστρεύω (με μετάθεση του σ- στο μέσο της λ.), από όπου, με συμφυρμό τών τ. σπαρτεύω και παστρεύω, προήλθε ο τ. σπαστρεύω (βλ. και λ. παστρεύω)].