σπάρτον
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
τό,
A rope, cable, Il.2.135, Hdt.5.16; of bedstead-cords, Th.4.48.
2 measuring cord, Call.Fr.158.
3 = λίνον 1.1, thread, Aen.Tact.18.17,19.
II = σπαρτίον ΙΙ, Arist.Mech.849b23,35.
III = σπάρτος 1, Id.HA627a9.
IV esparto, esparto grass, halfah grass, alfa grass, needle grass, Stipa tenacissima, Liv. 22.20.6, Plin.HN19.26,24.65. (In signf. 1.1 not from σπάρτος 1.1 acc. to Varro ap.Gell.17.3.4, cf. Plin.HN24.65.)
German (Pape)
[Seite 917] (σπείρω), τό, ein gedrehtes oder gewundenes Seil; σπάρτα λέλυνται, Il. 2, 135; bes. ein aus σπάρτος gedrehtes Seil, Her. 5, 16; Thuc. 4, 48; ἐκ τῶν λίνων καὶ σπάρτων, Plat. Polit. 280 c. – Nach Varro bei Gell. N. A. 17, 3 ist bei den homerischen Tauen noch nicht an σπάρτος zu denken, also der Strauch nach den Tauen benannt und nicht umgekehrt. – Auch = σπάρτος, Arist. H. A. 9, 40, zw.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
corde tressée avec du genêt ; corde en gén.
Étymologie: σπάρτος.
Russian (Dvoretsky)
σπάρτον: τό
1 жгут из дрока, веревка, канат Hom., Her., Plat., Thuc.;
2 стрелка весов Arst.;
3 бот. альфа или эспарто (многолетняя трава, употреблявшаяся для плетения) Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπάρτον -ου, τό [~ σπεῖρα] touw:. τὰ δὲ νήπια παιδία δέουσι τοῦ ποδὸς σπάρτῳ ze binden hun baby's aan hun voet vast met een touw Hdt. 5.16.3.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
σπάρτον: τό, σχοινίον, καλῴδιον, «γούμενα», «παλαμάρι», Ἰλ. Β. 135, Ἡρόδ. 5. 16· τὰ σπ. ἐκ κλινῶν Θουκ. 4. 48· - κυρίως ὡς τὸ σπάρτη, σχοινίον πεποιημένον ἐκ σπάρτου, Λατ. spartum, spartea. - Τὰ παρ’ Ὁμήρῳ σχοινία καὶ καλῴδια ἦσαν πεποιημένα οὐχὶ ἐκ τοῦ Ἱσπανικοῦ σπάρτου (ἴδε ἐν τέλ.) τὸ ὁποῖον φυτὸν πολὺ βραδύτερον ἐγένετο γνωστὸν μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων, Varro ap. Cell. 17. 3, Πλίν. 24. 40· ὁ δὲ Πλίν. ὑποθέτει ὅτι ἦσαν κατασκευασμένα ἐκ τοῦ κοινοῦ σπάρτου (Spartium scoparium) πρβλ. σπάρτος Ι, ἐν ᾗ σημασίᾳ τὸ οὐδέτ. σπάρτον εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 40. 2) σχοινίον πρὸς καταμέτρησιν, ὡς ὁ σχοῖνος, Καλλ. Ἀποσπ. 158. ΙΙ. = σπαρτίον ΙΙ, Ἀριστ. Μηχαν. 1, 17 καὶ 20.
Greek Monolingual
το / σπάρτον, ΝΜΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίθες της τάξης φαβώδη, με ένα μόνον είδος, που είναι θάμνος με πολλούς πράσινους λεπτούς βλαστούς οι οποίοι μοιάζουν με βούρλα και με κίτρινα άνθη και το οποίο ευδοκιμεί σε ασβεστώδη, αμμώδη εδάφη ή καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό, αλλ. σπάρτιο
αρχ.
1. σχοινί πλεγμένο από κλώνους σπάρτου («καὶ δὴ δοῦρα σέσηπε νεῶν καὶ σπάρτα λέλυνται», Ομ. Ιλ.)
2. λουρί του κρεβατιού στη σειρά μαζί με άλλα για να τοποθετούνται επάνω τα στρωσίδια
3. σχοινί για μέτρηση
4. κλωστή
5. το σχοινί με το οποίο αναρτούσαν τη φάλαγγα της ζυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. σπάρτον θα μπορούσε πιθ. να έχει προέλθει από το ρηματ. επίθ. κάποιου ρήματος, το οποίο, όμως, δεν διατηρήθηκε ίσως λόγω του ότι θα ήταν ομώνυμο με το ρ. σπείρω. Είναι, επίσης, πιθανό η λ. να συνδέεται με τους τ. σπεῖρα, σπυρίς, σπάργανα ή να ανήκει σε προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. spartum].
Greek Monotonic
σπάρτον: τό,
I. σχοινί, καλώδιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. (πιθ. συγγενές προς το σπεῖρα).
II. σχοινί που είναι κατασκευασμένο από το φυτό βούρλο, καλαμόχορτο, (σπάρτος).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: rope, cable, cord, string, also plumbline (Β 135); σπάρτος m. f. (rare σπάρτη, -τον) also name of a shrub used for snares Spartium junceum, kind of broom (Pl., X. etc.);
Other forms: also σπάρτη f. (Ar. Av. 815 [wordplay with Σπάρτη], unclear Cratin. 110), σπάρτος f. (Hero).
Compounds: Some compp., e.g. σπαρτό-δετος bound with σ. (Opp.), λινό-σπαρτον n. plantname = σπάρτος (Thphr.; cf. Risch IF 59, 257).
Derivatives: σπαρτ-ίον n. dimin., also as plantname (Att., hell.), -ινος made of σ. (Cratin., Poll.), -ίνη f. rope, cable (Ael.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As to the form, verbal noun in -το-; because of the probable zero grade rather substant. adj. than abstract formation. The basic verb, however, is not found, but seems to be presupposed both by the γ-enlargement *σπάργω, σπάρξαι envelop and by σπεῖρα, σπυρίς (?). The other languages do not provide help. On OLith. spartas (formally = IE *sportos), since Fick and Curtius 503 connected with it, s. Fraenkel s.v. w. lit. (not convincing); Arm. p`arem, p'arim enclose, embrace (Scheftelowitz BB 29, 36) gives phonetical difficulties (p not from IE sp-). -- Lat. LW [loanword] spartum (Gm.) Pfriemengras (s. W.-Hofmann s. v.).
Middle Liddell
σπάρτον, ου, τό,
I. a rope, cable, Il., etc.; (prob. akin to σπεῖρἀ.
II. a rope made from broom (σπάρτοσ).
Frisk Etymology German
σπάρτον: {spárton}
Forms: auch σπάρτη f. (Ar. Av. 815 [Wortspiel mit Σπάρτη, unklar Kratin. 110), σπάρτος f. (Hero)
Grammar: n. (seit Β 135),
Meaning: Tau, Seil, Strick, Schnur, auch Lotleine; σπάρτος m. f. (selten σπάρτη, -τον) auch N. eines zu Stricken verwendeten Strauches Spartium junceum, Art Ginster (Pl., X. usw.).
Composita: Einige Kompp., z.B. σπαρτόδετος ‘mit σ. gebunden’ (Opp.), λινόσπαρτον n. Pfl.name = σπάρτος (Thphr.; vgl. Risch IF 59, 257).
Derivative: Davon σπαρτίον n. Demin., auch als Pfl. name (att. hell. u. sp.), -ινος ‘aus σ. gemacht’ (Kratin., Poll.), -ίνη f. Tau, Seil (Ael.).
Etymology: Nach der Form zu schließen, Verbalnormen auf -το-; wegen der mutmaßlichen Schwundstufe eher substant. Adj. als Abstraktbildung. Das zugrundeliegende Verb ist indessen nirgends angetroffen, scheint aber sowohl von der γ-Erweiterung *σπάργω, σπάρξαι einwickeln wie von σπεῖρα, σπυρίς vorausgesetzt zu werden. Die übrigen Sprachen helfen nicht weiter. Zu alit. spartas (formal = idg. *sportos), seit Fick und Curtius 503 damit verbunden, s. Fraenkel s.v. m. Lit. (unbefriedigend); arm. p’arem, p’arim umschließen, umarmen (Scheftelowitz BB 29, 36) macht lautliche Schwierigkeiten (p’ nicht aus idg. sp-). — Lat. LW spartum Pfriemengras (s. W.-Hofmann s. v.).
Page 2,758-759
English (Autenrieth)
(cf. σπεῖρον): pl., ropes, Il. 2.135†.
Mantoulidis Etymological
τό (=καλώδιο, παλαμάρι). Ἀπό τό οὐσ. σπάρτος (=εἶδος θάμνου), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Léxico de magia
τό cordón καὶ διειρήσας σπάρτῳ Ἀνουβιακῷ φόρει περὶ τὸν τράχηλον y atravesándolo con un cordón de Anubis, llévalo alrededor del cuello P I 147 P I 69 λαβὼν σπάρτον ἀπὸ <βα>λαντίου κατὰ ἅμμα λέγε toma el cordón de un monedero y di en el lazo P VII 209 δήσας (τὴν πλάκαν) σπάρτῳ ata la lámina con un cordón P VII 437