νομιμόφρονας

Revision as of 16:00, 14 December 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=-νομιμόφρων, -ον, αρσ. και νομιμόφρονας<br />αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζε...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-νομιμόφρων, -ον, αρσ. και νομιμόφρονας
αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι.
επίρρ...
νομιμοφρόνως
με νομιμοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων. Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. του γαλλ. legitimiste και μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].